- Τριβοῦνοι
- Τριβοῦνοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριβούνος — ὁ, ΜΑ άρχοντας μσν. (στο Βυζ.) 1. διοικητής τών ταγμάτων τού στρατού ο οποίος υπαγόταν στον δρουγγάριο ή μοτράρχη 2. φρ. «τριβοῡνος τοῡ στάβλου» ο διοικητής τών βασιλικών στάβλων αρχ. (στην αρχ. Ρώμη) 1. στρατιωτικός ή πολιτικός αξιωματούχος 2.… … Dictionary of Greek
Μελέτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. (; – 381 μ.Χ.). Αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας (361 81). Ήταν επίσκοπος στη Σεβάστεια της Μικράς Αρμενίας, αλλά το 360 εξελέγη επίσκοπος Αντιόχειας, αντικαθιστώντας τον αρειανό Ευδόξιο που μετατέθηκε στην … Dictionary of Greek
Μερκούριος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Ήταν στρατιωτικός και προβιβάστηκε σε στρατάρχη επί Δεκίου (249 51). Μαρτύρησε με σπαθί την εποχή του Βαλεριανού (251 59) στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek